ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΙΟΣ Ένας Ζακυνθινός εικαστικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα
Ο ιερομόναχος Παρθένιος πρέπει να γεννήθηκε στη Ζάκυνθο γύρω στο 1780. Το 1793 εμφανίζεται, μαζί με τον αυτάδελφό του μοναχό Παΐσιο, συγχορηγός δύο χαλκογραφιών της σκήτης των Ιβήρων. Οι χαλκογραφίες έχουν φιλοτεχνηθεί στη Βενετία· θέματά τους, ο Άγιος Νικόλαος με σκηνές του βίου του και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος με τη σκήτη των Ιβήρων. Την τεχνική της χαλκογραφίας θα την έμαθε στον Άθω, μαθητεύοντας δίπλα σε Αγιορείτες μοναχούς χαράκτες. Το 1800 γίνεται μνεία του ονόματός του ως «ζωγράφου», πνευματικού, στον κατάλογο συνδρομητών βιβλίου στις Καρυές του Αγίου Όρους και το 1819 στον κατάλογο των συνδρομητών του βιβλίου Κήπος Χαρίτων αναγράφεται ο «πανοσιώτατος πνευματικός κυρ Παρθένιος» από τη σκήτη των Ιβήρων, ο οποίος, κατά πάσα πιθανότητα, ταυτίζεται με τον Ζακύνθιο ιερομόναχο χαράκτη. Εργάστηκε ως χαλκογράφος («σταμπαδούρος») στο Άγιον Όρος την περίοδο 1804-20. Μπορούμε να συναγάγουμε ότι υπό τη διεύθυνσή του λειτούργησε στη σκήτη των Ιβήρων εξοπλισμένο εργαστήριο χαλκογραφιών. Υπέγραψε επτά χαλκογραφίες με θρησκευτικά θέματα («χάρτινες εικόνες»): Άγιοι Σαράντα (1804), Άγιος Γεώργιος (1809), Παναγία Οδηγήτρια (1810), Παναγία Οδηγήτρια με αγίους (1816), Δευτέρα Παρουσία (1820), Παναγία Οδηγήτρια με αγίους και Αγία Τριάς, η σκήτη του Καυσοκαλυβίου και δύο άγιοι. Επίσης του αποδίδονται πέντε ακόμα χαλκογραφίες ανάλογης θεματογραφίας: Η νέα σκήτη του Αγίου Παύλου – Γέννηση της Θεοτόκου (1812), Ο χορός των Αγίων Πάντων, Η Αγία Άννα – Η Σκήτη της Αγίας Άννας, Η Αγία Άννα – Η σκήτη της Αγίας Άννας και Αντιμήνσιο, ενώ η νεότερη έρευνα του προσγράφει άλλες τέσσερεις. Το ιδίωμά του στις χαλκογραφίες είναι το τυπικό αγιορείτικο των χαλκογραφιών του 18ου και του 19ου αιώνα. Χαλκογραφίες του βρίσκονται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Θεσσαλονίκη). Πέθανε στο Άγιον Όρος μετά το 1820.
Β. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΑΛΥΒΩΚΑΣ
Γιος του Σπυρίδωνος Καλυβωκά και της Μηλιάς Λεμονή, ο Διονύσιος Καλυβωκάς γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 30 Ιουνίου 1806. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον ιερέα ζωγράφο και αγιογράφο Νικόλαο Καντούνη (1768-1834). Ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά στη Ρώμη και στην Ακαδημία Καλών Τεχνών (τότε Βασιλική Ακαδημία) της Φλωρεντίας, με καθηγητές τους Giuseppe Regguli, Tommaso Gazzarini (1790-1853) και Benedetto Servolini (1805-1879). Στη Φλωρεντία έμεινε δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Γύρισε στη Ζάκυνθο επιδιδόμενος για κάποιο διάστημα στη ζωγραφική, ενώ δούλεψε ως ζωγράφος και στη Λευκάδα. Από το 1858 έως το 1864 δίδαξε, αρχικά ως δάσκαλος και κατόπιν ως καθηγητής, ζωγραφική και ιχνογραφία στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Το 1867 συμμετείχε στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού. Το 1870 εξέθεσε τρία έργα του —δύο αντίγραφα (Εσταυρωμένος κατά Βανδύκ, Χωρική φέρουσα κανούν μετά καρπών και ανθέων) και μία Εικόνα ιερέως εν Ζακύνθω— στην έκθεση των Β΄ «Ολυμπίων», τιμώμενος με χάλκινο νομισματόσημο για το πρώτο έργο. Από τον Μάρτιο του 1874 έζησε στην Αθήνα και αγωνιζόταν να πουλήσει τα πολλά αντίγραφα έργων ζωγράφων της Αναγέννησης και του Μπαρόκ που είχε ζωγραφίσει σε χαμηλές τιμές. Αντιμετώπιζε μάλιστα και πρόβλημα μόνιμης έκθεσης και αποθήκευσής τους, που το έλυσε με τη βοήθεια του ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα (1832-1904), που του παραχώρησε το εργαστήριό του στην οικία Σάββα Μπούκη, στην οδό Πειραιώς, όταν έφυγε στις 2 Ιουνίου 1874 με τον ομότεχνό του Νικόλαο Γύζη (1842-1901) στη Γερμανία. Έτσι ο Καλυβωκάς παρουσίασε τα αντίγραφά του πρώτα στο εργαστήριο του Λύτρα, με ελεύθερη είσοδο και ώρες επίσκεψης 7-9 π.μ. και 4-7 μ.μ. Καθώς όμως δεν πουλήθηκαν, ο Ζακύνθιος ζωγράφος εξέθεσε πάλι τη συλλογή του στο μέγαρο του Δημαρχείου. Το 1875 στην έκθεση των Γ΄ «Ολυμπίων» έδειξε την ίδια συλλογή, από 59 αντίγραφα πρωτοτύπων και αντιγράφων, παίρνοντας αργυρό νομισματόσημο β΄ τάξεως. Η θεματογραφία των έργων του περιλαμβάνει προσωπογραφίες, θρησκευτικές παραστάσεις και αντίγραφα προτύπων αναγεννησιακών και μπαρόκ ζωγράφων. Κάτοχος του ακαδημαϊκού ρεαλιστικού ιδιώματος του 19ου αιώνα, στέκεται τυπικός επίγονος της λεγόμενης «επτανησιακής σχολής», γνωρίζοντας, όταν αντιγράφει, να προσαρμόζεται στα πρότυπά του. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, στις Συλλογές των Ιδρυμάτων Ευριπίδη Κουτλίδη και Α. Γ. Λεβέντη, στη Ζάκυνθο, στη Λευκάδα και στην Πάτρα. Πέθανε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 1877.
Βλ. Ιουστίνου Σιμωνοπετρίτου, «Αγιορείτες χαλκογράφοι», Μεταβυζαντινά Χαρακτικά. Πρακτικά επιστημονικής ημερίδας, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Θεσσαλονίκη, 10 Νοεμβρίου 1995, Θεσσαλονίκη [Αθήνα] 1999, σ. 61. Ό.π. Πρόκειται για συνδυασμό των μεθόδων της γραμμικής χαλκογραφίας (burin) και της γραμμικής οξυγραφίας (eau-forte), όπως φαίνεται και από μια Ερμηνεία της χαλκογραφικής τέχνης (Ερμηνεία της γλυπτικής τέχνης, ήτοι στάμπαις εις χάλκωμα να γλύφη τινάς κάθε λογής ομοιώματα), αγιορείτικο μάλλον χειρόγραφο των αρχών του 19ου αιώνα, που εντοπίστηκε από τον καθηγητή Λίνο Πολίτη και σώζεται από το 1932 στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (αρ. 23, φ. 11). Βλ. Ιουστίνου Σιμωνοπετρίτου, ό.π., σ. 70, 72. Στον συνδυασμό αυτόν το σχέδιο της θρησκευτικής παράστασης γράφεται απευθείας στην επιφάνεια της καλά καθαρισμένης χάλκινης πλάκας. Ο μοναχός χαράζει τα μεγάλα μέρη ή έργα με αιχμηρό εργαλείο, το καλέμι, και τα μικρότερα με ασημόνερο ή «αψύ νερό», νιτρικό οξύ. Πριν την εκτύπωση, θερμαίνει τη χάλκινη πλάκα σε μαγκάλι με κάρβουνα, βάζοντας μελάνι στις χαράξεις. Σκουπίζει την πλάκα και την τοποθετεί στο πιεστήριο, αφού βάλει πάνω από το νοτισμένο χαρτί τσόχες, προκειμένου να εξουδετερώνονται οι ασκούμενες πιέσεις. Ακολουθεί η εκτύπωση του πρώτου δοκιμαστικού τυπώματος (δοκιμίου). Βλ. και Δημήτρη Παυλόπουλου, Χαρακτική - Γραφικές Τέχνες. Ιστορία – Τεχνικές – Μέθοδοι, Αθήνα 2004. Βλ. Φίλιππου Ηλιού, «Αγιογράφοι, ζωγράφοι, χαράκτες και σταμπαδόροι. Η μαρτυρία των κατα-λόγων συνδρομητών», Μεταβυζαντινά Χαρακτικά. Πρακτικά επιστημονικής ημερίδας, ό.π., σ. 56. Ό.π. σ. 61. Έτσι ονομάζονται τα ορθόδοξα θρησκευτικά χαρακτικά. Βλ. και το θεμελιώδες δίτομο έργο της αείμνηστης Ντόρης Παπαστράτου Χάρτινες Εικόνες. Ορθόδοξα θρησκευτικά χαρακτικά, 1665-1899, Αθήνα 1986, σ. 15. Το έργο συμπληρώνουν, χρόνια τώρα, ο ιερομόναχος Ιουστίνος Σιμωνοπετρίτης και ο γιατρός Γιώργος Γκολομπίας, ετοιμάζοντας το οριστικό μνημειώδες corpus των αγιορείτικων χαρακτικών. 38 × 25 εκ. Βλ. ό.π., τ. ΙΙ, σ. 453, αρ. 483. 45 × 33 εκ. Βλ. ό.π., τ. Ι, σ. 207, αρ. 214. 40 × 30 εκ. Βλ. ό.π., σ. 125, αρ. 109. 52 × 38 εκ. Βλ. ό.π., σ. 126, αρ. 110. 56 × 80 εκ. Βλ. ό.π., σ. 88, αρ. 52. 46 × 35 εκ. Βλ. ό.π., σ. 126, αρ. 111. 37 × 27 εκ. Βλ. ό.π., τ. ΙΙ, σ. 411, αρ. 440. 41,5 × 28,5 εκ. Βλ. ό.π., σ. 473, αρ. 505. 73 × 51 εκ. Βλ. ό.π., τ. Ι, σ. 95, αρ. 62. 39 × 31 εκ. Βλ. ό.π., τ. ΙΙ, σ. 410, αρ. 438. 39 × 31 εκ. Βλ. ό.π., αρ. 439. 43 × 60 εκ. Βλ. ό.π., σ. 552, αρ. 588. Βλ. Ιουστίνου Σιμωνοπετρίτου, ό.π., σ. 59. Βλ. Υπουργείο Πολιτισμού – 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Θεσσαλονίκη, Θρησκευτικά χαρακτικά από τη συλλογή της Ντόρης Παπαστράτου, κατάλογος έκθεσης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, 11 Νοεμβρίου 1995 – 3 Μαρτίου 1996, σ. 10, 11, 18, αρ. 14, 24, 63. Ο Λεωνίδας Χ. Ζώης (Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τ. Α΄, σ. 260) σωστά θεωρεί ορθότερη τη γραφή Καλυβωκάς από Καλλιβωκάς, που ως λογιότερο έχει επικρατήσει. Βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, ό.π., τ. 2, Αθήνα 1998, σ. 120-121 (Γιάννης Ρηγόπουλος).
Βλ. Ιωάννη Ν. Μπόλη, Οι καλλιτεχνικές εκθέσεις. Οι καλλιτέχνες και το κοινό τους στην Αθήνα του 19ου αιώνα, δακτυλογραφημένη διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 421. Βλ. εφ. Εφημερίς, 2 Ιουνίου 1874. Βλ. Κώστα Μπαρούτα, Η εικαστική ζωή και η αισθητική παιδεία στην Αθήνα του 19ου αιώνα. Οι εκθέσεις Τεχνης, η Τεχνοκριτική, οι διαγωνισμοί, τα έντυπα τέχνης, οι έριδες των καλλιτεχνών και άλλα γεγονότα, Αθήνα 1990, σ. 49-50. Βλ. ό.π., σ. 50. Ο ασπασμός της Ελισάβετ (πρωτότυπο, φλωρεντινής σχολής), Ο ασπασμός της Ελισάβετ (αντίγραφο, φλωρεντινής σχολής), Ιερά Οικογένεια (αντίγραφο, ρωμαϊκής σχολής), Η Παναγία του Γαρδελίου (αντίγραφο, ρωμαϊκής σχολής), Ιωάννης ο Πρόδρομος (αντίγραφο, ρωμαϊκής σχολής), Παναγία (αντίγραφο, ισπανικής σχολής), Παναγία η του Θρόνου (αντίγραφο, ρωμαϊκής σχολής), Παναγία (αντίγραφο, ρωμαϊκής σχολής), Βρέφος (πρωτότυπο, ρωμαϊκής σχολής), Η Ιουδήθ (αντίγραφο, ρωμαϊκής σχολής), Η Παναγία λυπημένη (αντίγραφο, ρωμαϊκής σχολής), Ο Εσταυρωμένος (πρωτότυπο, σχολής Βολωνίας), Παναγία (αντίγραφο, σχολής Πάρμας), Μυροφόρος (αντίγραφο, φλωρεντινής σχολής), Λεονάρδος Βίγκιος (αντίγραφο, φλωρεντινής σχολής), Άγγελος εξάγων εκ της φυλακής τον Πέτρον (πρωτότυπο, φλωρεντινής σχολής), Ανθοφόροι Άγγελοι (πρωτότυπο, σχολής Πάρμας), Αφροδίτη και Άδωνις (αντίγραφο, γερμανικής σχολής), Χλωρίς (αντίγραφο, βενετικής σχολής), Μαγδαληνή μετανοούσα (αντίγραφο, βενετικής σχολής), Κλεοπάτρα (αντίγραφο, σχολής Βολωνίας), Ερωμένη (αντίγραφο έργου Τιτσιάνο, βενετικής σχολής), Εσθήρ (αντίγραφο, βενετικής σχολής), Σαμία Σίβυλλα (αντίγραφο, σχολής Βολωνίας), Η γέννησις του Χριστού (αντίγραφο, γερμανικής σχολής), Μάχη (πρωτότυπο, γερμανικής σχολής), Μαρτύριον αγίου Στεφάνου (αντίγραφο, βενετικής σχολής), Αποκεφάλισις Προδρόμου (αντίγραφο, φλωρεντινής σχολής), Γέννησις του Χριστού (αντίγραφο, γερμανικής σχολής), Ερωμένη (αντίγραφο έργου του Ραφαήλ, ρωμαϊκής σχολής), Ρέμβραντ (αντίγραφο έργου του Ρέμπραντ, γερμανικής σχολής), Μασσάκιος (αντίγραφο έργου του Μαζάτσιο, φλωρεντινής σχολής), Ραφαήλ (αντίγραφο έργου του Ραφαήλ, ρωμαϊκής σχολής), Ανδρέας Δελ-Σάρτος (αντίγραφο έργου του Αντρέα ντελ Σάρτο, φλωρεντινής σχολής), Παναγία (αντίγραφο, σχολής Βολωνίας), Ιησούς Χριστός (αντίγραφο, φλωρεντινής σχολής), Ο Μυστικός Δείπνος (αντίγραφο, βενετικής σχολής), Αγία Ιουστίνη (αντίγραφο, βενετικής σχολής), Όραμα Ιεζεκιήλ (αντίγραφο, ρωμαϊκής σχολής), Άγνωστος (αντίγραφο, βενετικής σχολής), Η κεφαλή του Προδρόμου (αντίγραφο, σχολής Πάρμας), Τοπίον (Εμμαοί) (πρωτότυπο, γερμανικής σχολής), Τοπίον (Εμμαοί) (πρωτότυπο, γερμανικής σχολής), Τοπίον (αντίγραφο, γερμανικής σχολής), Τοπίον (αντίγραφο, γερμανικής σχολής), Τοπίον (αντίγραφο, γερμανικής σχολής), Τοπίον (αντίγραφο, γερμανικής σχολής), Γέννησις του Χριστού (πρωτότυπο, γερμανικής σχολής), Τοπίον (πρωτότυπο, γερμανικής σχολής), Γέννησις του Χριστού (πρωτότυπο, γερμανικής σχολής), Τοπίον (πρωτότυπο, γερμανικής σχολής), Δέησις λαού (πρωτότυπο, φλωρεντινής σχολής), Η αγία Αγνή (πρωτότυπο, φλωρεντινής σχολής), Παναγία (αντίγραφο, σχολής Βολωνίας), Ευαγγελισμός (πρωτότυπο, βενετικής σχολής), Παναγία (αντίγραφο, φλωρεντινής σχολής), Θυγάτηρ (αντίγραφο έργου του Τιτσιάνο, βενετικής σχολής), Απόστολος Πέτρος (αντίγραφο, γερμανικής σχολής), Μενς (αντίγραφο, φλωρεντινής σχολής), Αλφιέρης (αντίγραφο, γαλλικής σχολής). Βλ. και «Διονύσιος Καλλιβωκάς», εφ. Η Φωνή του Ιονίου (Ζάκυνθος), τχ. 17, 6 Σεπτεμβρίου 1858· τχ. 19, 20 Φεβρουαρίου 1859· Ιωάννη Ν. Μπόλη, ό.π., σ. 430-434. Βλ. και Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, ό.π., σ. 83-84 (Κώστας Μπαρούτας).