Σαράντης Καραβούζης (γ. 1938), γνωστός από τη ζωγραφική του περισσότερο, στη χαρακτική στράφηκε από το 1969, ακολουθώντας το μικτό πρότυπο των “ζωγράφων-χαρακτών”, που ήθελαν, μέσω των χαρακτικών τους, να επικοινωνήσουν πλατύτερα με το κοινό (βλ. A. Bartsch, Le peintre-graveur, 21τ., Βιέννη 1803-1829. Ειδικά για τον Καραβούζη ως ζωγράφο-χαράκτη βλ. Δ. Παυλόπουλου, “Ζωγράφοι-χαράκτες. Αρκετοί έχουν ασχοληθεί με τη χαρακτική ως προέκταση ή συμπλήρωμα στο υπόλοιπο έργο τους”, εφ. Η Καθημερινή [“Επτά Ημέρες”], 12 Μαρτίου 1995).
Έχει φιλοτεχνήσει ξυλογραφίες, λινογραφίες, χαλκογραφίες, τσιγκολιθογραφίες, μεταξοτυπίες και μονοτυπίες. Χαρακτικά του έχουν παρουσιαστεί σε εκθέσεις ατομικές (1996, Αθήνα, “Σπίτι της Κύπρου” 1997, Πειραιάς, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών) και ομαδικές (1981, Biennale Ευρωπαϊκής Χαρακτικής, Μπάντεν-Μπάντεν 1988, Ελληνική Μεταπολεμική Χαρακτική, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου 1988, Πρώτη Triennale Mondiale des Estampes, Chamaliers, Musιe d’Art Contemporaine 1990, Δεύτερη Biennale Μεσογειακής Χαρακτικής, Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων 1992, Περιοδεύουσα Έκθεση Σύγχρονης Ελληνικής Χαρακτικής, Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος 2000, Φώτα και Σκιές. Πανόραμα Ελληνικής Χαρακτικής από τις Συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης, του Ιδρύματος Πιερίδη, Κυπρίων καλλιτεχνών και συλλεκτών, Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας [Συνεργασία: Πινακοθήκη Πιερίδη] - Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου). Τα πρώτα του έργα χάραξε με την παμπάλαια μέθοδο της ξυλογραφίας σε πλάγιο ξύλο, όπου χρησιμοποιείται ένα κομμάτι ξύλου μαλακού, κομμένου στην κατεύθυνση του κορμού του δέντρου, με οριζόντια (πλάγια) τα νερά του για τον χαράκτη (για την ιστορία και τη διαδικασία της μεθόδου βλ. Δ. Παυλόπουλου, Χαρακτική – Γραφικές Τέχνες. Ιστορία – Τεχνικές – Μέθοδοι, Αθήνα 1995, σ. 114, 119-121). Ο ίδιος ο Καραβούζης διηγείται πως στη χαρακτική τον οδήγησε η ανάγκη να χαρίζει στους φίλους του έργα, την εποχή που έχει φύγει στη Γαλλία και σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Έτσι, μια φυσική διάθεση προσφοράς που χαρακτηρίζει πάντα τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη τον έκανε, αυτοδίδακτο στη χαρακτική, να πάρει ένα κομμάτι ξύλου, να το χαράξει με απλά εργαλεία και να το τυπώσει με κουτάλι!
Από τα πρωτόλειά του στη χαρακτική, η “Προσωπογραφία της Γιούλικας Λακερίδου”, της επίσης ζωγράφου και χαράκτριας συζύγου του, είναι ξυλογραφία που φιλοτεχνήθηκε στη Fondation Hellιnique του Παρισιού το 1970 και δείχνει εκλεκτικές συγγένειες της χαρακτικής του Καραβούζη με τη χαρακτική του γερμανικού εξπρεσιονισμού και με τη βυζαντινή ζωγραφική. Η αδρή χάραξη του γυναικείου προσώπου στο ξύλο, με τις παχιές γραμμές των “φώτων”, παραπέμπει, χωρίς τούτο να σημαίνει κάτι άλλο, τόσο σε παραστατικότερες εκδοχές ξυλογραφιών των Karl Schmidt-Rottluff (1884-1976) και Erich Heckel (1883-1970) όσο και σε βυζαντινές τοιχογραφίες. Ο σημαντικός τεχνοκρίτης Γιώργης Πετρής (Γιώργος Σίμος, 1916-1997) σημείωνε, με την ευκαιρία έκθεσης ζωγραφικής του Καραβούζη στην Αθήνα, στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο “Ώρα”, το 1976 (Χρονικό ’77, γράμματα – τέχνες, Αθήνα 1977, σ. 113): “Δεν είναι ανάγκη να επικαλεστεί κανείς ξένα ονόματα για να εξηγήσει τη συμβολική, γενικότερα την τέχνη του Καραβούζη, όπως το κάνουν μερικοί που νομίζουν πως μονάχα η γενεαλογία των στοιχείων του μπορεί να εξηγήσει τον πλαστικό του κόσμο. Όποιος είναι πολύξερος ας επικαλεστεί όποια και όσα ονόματα γνωρίζει, είτε επιθυμεί. Η εκφραστική του ζωγράφου είναι δική του. Τα σύμβολά του, απ’ όπου και να προέρχονται, εκφράζουν δικές του βιωματικές καταστάσεις, δεν δρουν πάνω σε ξένα μέτρα. Ο καλλιτέχνης τα επιλέγει ανάλογα με τις δικές του εκφραστικές ανάγκες. Τελικά τα στοιχεία του αυτά φαίνονται σαν να στέκονται επιφυλακτικά αποξενωμένα από το θεατή, άγονται όμως, με την αυτονόητη σύνθεσή τους, σ’ ένα σφιχτό διάλογο ανάμεσά τους, γιατί τα συνέχει η ίδια τύχη, ενταγμένα καθώς είναι σ’ ένα χώρο υπερβατικό”. Οι κρίσεις αυτές ισχύουν και για τη χαρακτική του Καραβούζη, προσδιορίζοντάς την.
Μια άλλη ξυλογραφία του, το “Ζευγάρι”, που έχει φιλοτεχνηθεί στη Fondation Hellιnique του Παρισιού την ίδια περίοδο με το προηγούμενο έργο του, μας φέρνει στο κέντρο του αναγνωρίσιμου μορφοπλαστικού ιδιώματός του Καραβούζη στη ζωγραφική και την πλαστική του: στη μεταφυσική ατμόσφαιρα. Οι δύο μορφές, χωρίς να αποδίδουν πρόσωπα, γίνονται αφηρημένα σύμβολα, εμφανίζονται σε σκόπιμα απροσδιόριστο χώρο, βυθισμένες σε αχλύ μυστηρίου.
Αργότερα ασχολήθηκε επίσης με τη χάραξη λινόλαιου (linoleum), μίγματος αλεσμένου φελλού και βερνικιού λινέλαιου, όπου έδωσε και τυπώματα που θυμίζουν τη ζωγραφική του (“Φανταστικό τοπίο”, 1992).
Από το 1978, στο Παρίσι, επιχειρεί να κάνει χαλκογραφίες με τις μεθόδους της γραμμικής οξυγραφίας (eau-forte) και της τονικής οξυγραφίας (acquatinta), καθώς και τσιγκολιθογραφίες.
Τις χαλκογραφίες του, οι οποίες προϋπέθεταν οργανωμένο εργαστήριο για τις οξιδώσεις της χάλκινης πλάκας, και τις τσιγκολιθογραφίες του τις δούλευε και τις τύπωνε σε συνεργασία με τα εργαστήρια των Henri Monnier και Michel Cassι στο Παρίσι, Pino Pandolfini, Αλέκου Παπαδόπουλου και Ηλία Ν. Κουβέλη. Τις πρώτες δεκαπέντε τονικές οξυγραφίες του τις παρουσίασε μάλιστα “εις φύλλον” (in folio) το 1981, σε έκθεση στην “Ώρα”, μια με τον ζωγράφο Χρόνη Μότσογλου (γ. 1941) και τη χαράκτρια Τόνια Νικολαΐδη (γ. 1927). Το 1983 ακολούθησε η έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης “Υάκινθος” πέντε αριθμημένων (σε 30 αντίτυπα) οξυγραφιών του, που αποτελούσαν την εικονογράφηση του βιβλίου του ποιητή και στιχουργού Μιχάλη Μπουρμπούλη Το χρονικό δύο νήσων.
Οι οξυγραφίες του μεταφέρουν σαφέστερα από τις ξυλογραφίες το κλίμα της υπαινικτικής ζωγραφικής του. Θέματά του παραμένουν τα αντικείμενα (μπουκάλια, αρχαίες επιγραφές, κεφάλια αρχαίων γλυπτών και λουλούδια), οι μισάνοιχτες πόρτες με αρχαία αγάλματα, τα τοπία της αρχαιότητας, όλα σε αποξενωμένους χώρους και σε απροσδόκητες σχέσεις. Μοιάζουν να προφητεύουν τα επερχόμενα.
Την ακόμα πιο εμφανή σύνδεση της χαρακτικής του Καραβούζη με τη ζωγραφική του στο πεδίο της θεματογραφίας φέρουν οι τσιγκολιθογραφίες του. Εδώ λειτουργεί καθαρά ως ζωγράφος, αφού το λιθογραφικό κραγιόνι επιτρέπει να σχεδιάσει, όχι να χαράξει, πάνω στον τσίγκο, ενώ οι χρωματικές τονικότητες αναδεικνύουν ζωγραφικές αξίες στα τυπώματα, που φτάνουν για κάθε έργο τις δύο εκατοντάδες, όπως η Νεκρή φύση με επιγραφή, του 1988.
Στενότερη τη συνάφεια με τη ζωγραφική του διακρίνουμε στις καλλιτεχνικές μεταξοτυπίες του, οι οποίες, πράγμα που συμβαίνει με τους ζωγράφους-χαράκτες, επαναλαμβάνουν ζωγραφικά έργα του για να τα διαδώσουν σε μεγαλύτερο αριθμό φιλοτέχνων. Η πρώτη μεταξοτυπία του (“Κεφάλι αγάλματος και παπούτσια”) έγινε το 1985. Ο καλλιτέχνης επιβλέπει τις εκτυπώσεις στα εργαστήρια του Άγγελου Λομβαρδιά, του Νίκου Κουκούτση και του Παναγιώτη Τσιρώνη.
Αγαπώντας τις καινοτομίες, ο Καραβούζης προχώρησε και σε άλλες τεχνικές των γραφικών τεχνών: δημιούργησε αρκετές μονοτυπίες και ορισμένες φωτοχαλκογραφίες, θέλοντας να δοκιμάσει και αυτών τις δυνατότητες. Το 1996 τυπώθηκαν και εκδόθηκαν σε δερματόδετο και πανόδετο φάκελο με αρίθμηση οκτώ φωτοχαλκογραφίες του από το Εργαστήριο Χαρακτικής Ηλία Ν. Κουβέλη. |