Στην Ελλάδα είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού τα εξοπλισμένα ιδιωτικά εργαστήρια χαρακτικής —κυρίως χαλκογραφίας— που μπορούν να προσφέρουν τη δυνατότητα σε ζωγράφους και χαράκτες να δουλέψουν έργα τους. Αν για την ξυλογραφία και για τη λιθογραφία τα πράγματα εμφανίζονται σχετικά εύκολα, αφού για την πρώτη αρκεί ένας στοιχειώδης εξοπλισμός και για τη δεύτερη η προσφυγή σε τυπογραφικά πιεστήρια, για τη χαλκογραφία και τις διάφορες μεθόδους της, οι οποίες απαιτούν μεγαλύτερη «κουζίνα», η κατάσταση εμφανίζεται δυσκολότερη.
Από τα λίγα στην Αθήνα ιδιωτικά εργαστήρια χαρακτικής με τις μεθόδους της χαλκογραφίας, που έχει να παρουσιάσει αξιόλογες δραστηριότητες και στον ελεύθερο εικαστικό αλλά και στον εφαρμοσμένο εκδοτικό τομέα, το Εργαστήριο Χαρακτικής Ηλία Ν. Κουβέλη, στέκι φίλων περισσότερο, καλλιτεχνών οι οποίοι δοκίμασαν να πειραματιστούν χαράζοντας μια πλάκα χαλκού σε οικεία ατμόσφαιρα, έφτασε να μπορεί να παρουσιάσει σήμερα τη σειρά χαλκογραφιών μικρών διαστάσεων που τιτλοφορείται «Μικρές Χαλκογραφίες».
Πρόκειται για χαρακτικά που φιλοτεχνήθηκαν από τους Χρήστο Γεωργίου, Απόστολο Γιαγιάννο, Στέφανο Δασκαλάκη, Βαγγέλη Διονά, Σαράντη Καραβούζη, Αντρέα Καράμπελα, Κυριάκο Κατζουράκη, Μιχάλη Μακρουλάκη, Βαγγέλη Παπαχρήστο, Κώστα Ράμμο, Παύλο Σάμιο, Γιώργο Σταθόπουλο, Πάνο Τζωρτζίνη κ.ά., με το συνδυασμό δύο μεθόδων της χαλκογραφίας, της γραμμικής οξυγραφίας (eau-forte) και της τονικής οξυγραφίας (acquatinta), σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.
Λίγα λόγια για τη γραμμική και για την τονική οξυγραφία κρίνονται απαραίτητα εδώ προκειμένου να κατανοηθούν περισσότερο και τα ίδια τα έργα.
Η γραμμική οξυγραφία εμφανίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα, οπότε Ισπανοί αριστοκράτες διακοσμούσαν τα σπαθιά τους και, θέλοντας να δουν τα κοσμήματα που είχαν παραγγείλει, ζητούσαν να τους τα τυπώσουν στο χαρτί. Ο καλλιτέχνης καλύπτει με βερνίκι μαστίχας, ασφάλτου και κεριού την εντελώς καθαρή χάλκινη πλάκα που θα χαράξει. Όταν το μελάνι στεγνώσει, ξύνει το βερνίκι με πούντες στα σημεία της χάλκινης πλάκας που τον ενδιαφέρει να βγουν οι γραμμές του σχεδίου, και στη συνέχεια τη βυθίζει σε διάλυμα νιτρικού οξέος και νερού. Το οξύ θα οξειδώσει τις εσοχές, τα μέρη εκείνα που έξυσε το βερνίκι με τις πούντες. Η οξείδωση ενδέχεται να επαναληφθεί μερικές φορές, αν θέλει να δώσει βαθύτερες χαράξεις. Ακολουθεί ο καθαρισμός της χάλκινης πλάκας με νέφτι και βενζίνη για να αφαιρεθεί το βερνίκι. Σε ορισμένες περιπτώσεις διορθώσεων του σχεδίου εξάλλου χρειάζεται παρέμβαση του καλλιτέχνη με καλέμι. Μελανώνει κατόπιν την επιφάνεια της χάλκινης πλάκας και τυπώνει σε νοτισμένο χαρτί, αφού πρέπει να τυπωθεί το βάθος της πλάκας, η οποία εισχωρεί στο χαρτί σε ένα είδος ερωτικής επαφής. Τη μέθοδο της γραμμικής οξυγραφίας την επέβαλε ο Γάλλος χαράκτης Jacques Callot με τη σειρά του Les misères de la guerre, που εκδόθηκε το 1633, απεικονίζοντας τραγικές σκηνές των ωμοτήτων που συνέβησαν κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο. Στην Ελλάδα η γραμμική οξυγραφία άρχισε να αναπτύσσεται μέσα στον 20ό αιώνα. Κορυφαίοι Έλληνες χαράκτες, όπως οι Δημήτρης Γαλάνης, Άγγελος Θεοδωρόπουλος, Μάρκος Ζαβιτζιάνος, Λυκούργος Κογεβίνας, Δημήτρης Γιαννουκάκης, χάραξαν έργα τους με τη μέθοδό της, ενώ ο Γιάννης Κεφαλληνός τη δίδασκε από το 1932 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο τρίτο έτος. Σήμερα πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες δουλεύουν έργα τους με τη μέθοδο της γραμμικής οξυγραφίας, συνδυάζοντάς τη και με άλλες μεθόδους της χαλκογραφίας —κυρίως με τη συγγενή της τονική οξυγραφία.
Η τονική οξυγραφία έκανε την εμφάνισή της στην Ευρώπη αργότερα, μετά τα μέσα του 18ου αιώνα. Θεωρείται ότι την εισηγήθηκε ο Γάλλος ζωγράφος-χαράκτης Jean-Baptiste Leprince, ο οποίος θέλησε να αναπαραγάγει γύρω στο 1768, ύστερα από ένα ταξίδι του στη Ρωσία τα χρόνια 1758-1763, σχέδια που είχε κρατήσει με αραιωμένα υδροχρώματα. Στην τονική οξυγραφία, που θυμίζει υδατογραφία, ο καλλιτέχνης ρίχνει πάνω στη χάλκινη πλάκα κόκκους κολοφωνίου, που όταν ζεσταθούν κολλούν στην επιφάνειά της, αφήνοντας ανάμεσά τους ακάλυπτα μέρη. Έπειτα περνάει με βερνίκι την πλάκα, προσπαθώντας να μην καλύψει τα τμήματα που θέλει να αποδοθούν σκιές. Βυθίζει μετά την πλάκα στο νιτρικό οξύ, που διαβρώνει τα κενά μεταξύ των κόκκων. Με επαναλαμβανόμενα λουτρά στο νιτρικό οξύ, πετυχαίνει τονικές διαβαθμίσεις του γκρίζου ή του μαύρου. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με το μελάνωμα της πλάκας και την εκτύπωση πάλι σε νοτισμένο χαρτί (και η τονική οξυγραφία συνιστά βαθυτυπία). Σε ασπρόμαυρη τονική οξυγραφία έχουν τυπωθεί πολλά χαρακτικά, με χαρακτηριστικότερα τις σειρές του Francisco José de Goya y Lucientes Caprichos και Desastres de la guerra. Όταν ο καλλιτέχνης θέλει να προσθέσει και χρώματα, τότε χρησιμοποιεί διαφορετική χάλκινη πλάκα για κάθε απόχρωση. Σε μερικές τονικές οξυγραφίες τα χρώματα προστίθενται κατόπιν (επιχρωματισμένες/ επιζωγραφισμένες τονικές οξυγραφίες). Εκτός από τις απλές τονικές οξυγραφίες, υπάρχουν και σύνθετες, όπως οι τονικές οξυγραφίες με ζάχαρη και με αλάτι, στις οποίες ο καλλιτέχνης επιδιώκοντας αποτελέσματα άλλα από εκείνα των απλών τονικών οξυγραφιών αναμιγνύει μελάνι με ζάχαρη στην πρώτη περίπτωση και ρίχνει αλάτι στην επιφάνεια της χάλκινης πλάκας όσο το βερνίκι είναι ζεστό και ρευστό στη δεύτερη. Άλλα είδη σύνθετης τονικής οξυγραφίας είναι με ψεκαστήρα, με αερογράφο, με άσφαλτο, με αραιωμένο μελάνι, με θείο, με νιτρικό άργυρο. Στην Ελλάδα και η τονική οξυγραφία εμπεδώνεται μέσα στον 20ό αιώνα από ζωγράφους-χαράκτες, όπως οι Άγγελος Θεοδωρόπουλος και Μάρκος Ζαβιτζιάνος, ενώ από το 1932 τη δίδασκε ο Γιάννης Κεφαλληνός στο τρίτο έτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Αμιγή ή σε συνδυασμό με τη γραμμική οξυγραφία, την εφάρμοσαν και την εφαρμόζουν πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες.
Οι «Μικρές Χαλκογραφίες» του Εργαστηρίου Χαρακτικής Ηλία Ν. Κουβέλη προέκυψαν έτσι σχεδόν φυσιολογικά. Αριθμημένες και υπογεγραμμένες από τους ίδιους τους καλλιτέχνες που τις φιλοτέχνησαν, κυκλοφορούνται σε 50-99 αντίτυπα η καθεμία, σε χειροποίητο ευρωπαϊκό χαρτί· παράλληλα τυπώθηκαν και κάποιες αναπαραγωγές τους με τη μέθοδο της όφσετ. Στα τυπώματα αναγνωρίζεται βέβαια το οικείο μορφοπλαστικό ιδίωμα του δημιουργού τους, ενώ το ένα έργο μοιάζει να μεταμορφώνεται σε περισσότερα, αφού η κάθε φορά διαφορετική εκτύπωση προσδίδει ενδιαφέρουσες παραλλαγές χρωματικότητας στο εκάστοτε αντίτυπο, ξεκινώντας από τους πιο θερμούς κόκκινους και προχωρώντας στους πιο ψυχρούς μπλε τόνους. Δημήτρης Παυλόπουλος Ιστορικός της Τέχνης Δρ Πανεπιστημίου Αθηνών |