offset (F, E, G, I) | έμμεση μεταφορά ή εκτύπωση, όφσετ·
παράγεται από το set off (E), που σημαίνει «μεταφέρω» | offset litho (F, E, G, I) | -> offset | ongella (I) | μυτερό καλέμι ξυλογραφίας σε όρθιο ξύλο | opus granito (L) | χαρακτική κοσμηματογραφία με στιγμές, χαλκογραφία με στιγμές | opus interrasile (L) | -> opus granito | opus mallei (L) | -> opus granito | opus punctile (L) | -> opus granito | |